- Ὀροσάγγαι
- Ὀροσάγγαι, οἱ, Persian word forA the Benefactors of the King, Hdt. 8.85 ; bodyguard, S.Fr.183, cf. 634 ; ὀρσάγγης in Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Οροσάγγαι — Ὀροσάγγαι, οἱ (Α) (στους Πέρσες) 1. οι ευεργέτες τού βασιλιά 2. οι σωματοφύλακες τού βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. περσικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
Ὀροσάγγαι — the Benefactors of the King masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροσάγγαι — the Benefactors of the King masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορσάγγης — ὀρσάγγης (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Πέρσες) ο οροσάγγης, ο σωματοφύλακας ή ευεργέτης τής βασιλικής οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. Οροσάγγαι] … Dictionary of Greek
Ὀροσάγγας — Ὀροσάγγᾱς , Ὀροσάγγαι the Benefactors of the King masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροσάγγας — ὀροσάγγᾱς , Ὀροσάγγαι the Benefactors of the King masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)